ECRE is currently working on redeveloping the website. Visitors can still access the database and search for asylum-related judgments up until 2021.
You are here
Home ›Ελλάδα – Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης – Τμήμα Β Τριμελές – 18 Μαϊου 2018 – Mariglen Latifi κατά Υπουργού Μεταναστευτικής Πολιτικής
Ο Γενικός Γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας – Θράκης απέρριψε το αίτημα του αιτούντα για την χορήγηση σε αυτόν άδειας διαμονής του άρθρου 108 του ν. 4251/2014 και επέβαλε σε αυτόν μέτρο επιστροφής. Η έκβαση αυτή αιτιολογήθηκε με βάση μια καταδικαστική απόφαση κατά του αιτούντα σχετική με εμπορία ναρκωτικών ουσιών. Με την παρούσα, ο αιτών επιθυμεί την ακύρωση της απόφασης του ΓΓ.
Ο ν. 4251/2014 προβλέπει στο άρθρο 6 ως γενική προϋπόθεση δικαιώματος διαμονής, ο ενδιαφερόμενος να μη θεωρείται απειλή για τη δημόσια τάξη, την εσωτερική ασφάλεια ή τις διεθνείς σχέσεις. Με βάση αυτή και δεδομένης της τελεσίδικης καταδικαστικής απόφασης του αιτούντος για ποινικό αδίκημα σχετικό με τη διακίνηση ναρκωτικών, η επιτροπή έκρινε πως ο αιτών αποτελεί κίνδυνο τέτοιο ώστε να μη του αξίζει η εν λόγω άδεια διαμονής. Συνεπώς, εξέδωσε και απόφαση επιστροφής του αλλοδαπού.
Σχετικά με την απόρριψη της αίτησης ακυρώσεως της απόφασης περί μη χορηγήσεως άδειας διαμονής (του αρ. 108 ν.4251/2014) για λόγους δημόσιας ασφάλειας, το δικαστήριο υπογράμμισε πως στο πρόσωπο του αιτούντα συντρέχουν λόγοι δημόσιας τάξης και ασφάλειας λόγω της καταδίκης του σε ποινή κάθειρξης για πώληση ναρκωτικών, ενώ τα πραγματικά περιστατικά καταδεικνύουν τη σοβαρή ενασχόληση του στη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών. Ο αιτών πρόβαλλε πως η προσβαλλόμενη απορριπτική απόφαση τυγχάνει ακυρωτέα ως εκδοθείσα χωρίς την τήρηση του ουσιώδους τύπου της προηγουμένης ακρόασης και πλημμελώς αιτιολογημένη, αφού δεν εξειδικεύονται στην περίπτωσή του οι λόγοι δημόσιας τάξης και ασφάλειας κατ’ επίκληση των οποίων απορρίφθηκε το επίμαχο αίτημά του, καθώς και ότι αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, αφού δεν ελήφθησαν υπόψη οι δεσμοί του στη χώρα και η συνέπεια του ως προς τις φορολογικές και λοιπές υποχρεώσεις του προς την Πολιτεία.
Σχετικά, το δικαστήριο έκρινε πως ο λόγος περί παραβιάσεως το δικαιώματος ακρόασης πριν την απόρριψη του αιτήματος του χορήγησης σε αυτόν της προβλεπόμενής από το άρθρο 108 άδειας διαμονής αβασίμως προβάλλεται, καθώς τέτοια ακρόαση δεν απαιτείται να τηρηθεί ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας στην περίπτωση που η διοικητική πράξη εκδίδεται ύστερα από αίτηση του διοικουμένου. Με άλλα λόγια, δεν απαιτείται πριν από την απόρριψη του αιτήματος να κληθεί σε ακρόαση ούτε κατά το άρθρο 20 του Συντάγματος ούτε κατά το άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Συμπληρωματικά, κρίθηκε πως η απόφαση περί απόρριψη χορήγησης άδειας διαμονής αιτιολογήθηκε πλήρως με βάση την προηγούμενη καταδικαστική απόφαση για αδίκημα το οποίο είναι ικανό να διακυβεύσει τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Ιδιαίτερη βάση δόθηκε στο γεγονός πως η ζητηθείσα άδεια διαμονής προσφέρει σημαντικά και ιδιαίτερα δικαιώματα ως προς την ισότιμή αντιμετώπιση του σε σχέση με τους ημεδαπούς σε ορισμένους τομείς (εκτεθειμένους στην παρα. 9). Ακριβώς λόγου του ιδιαίτερα ευνοϊκού χαρακτήρα της άδειας αυτής, απαιτεί ιδιαίτερη τήρηση της νομιμότητας και επίδειξη συνεπούς και νομοταγούς συμπεριφοράς προς την Ελληνική Πολιτεία στην οποία ο αλλοδαπός εκδηλώνει τη βούληση του να ενταχθεί, έστω μερικώς και για ορισμένο χρονικό διάστημα. Επομένως, δεδομένου του σοβαρότατου και ποινικού χαρακτήρα του αδικήματος, το αίτημα του θεμιτώς, νομίμως και ευλόγως απορρίφθηκε. Η τελεσίδικη καταδίκη του αιτούντος θέτει, πράγματι, θέμα συνδρομής στο πρόσωπο του λόγων δημόσιας τάξης και ασφάλειας σε σχέση με τη συγκεκριμένη άδεια διαμονής, ενόψει και της χρονικής ισχύος και των διερευνημένων και εκτεταμένων δικαιωμάτων και πλεονεκτημάτων που αυτή παρέχει. Tέλος, σχετικά με τη μη τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, το δικαστήριο αποφάσισε πως δεδομένης της λήψης υπόψη των ελαφρυντικών κατά τη ποινική δίκη καθώς και του μικρού χρονικού διαστήματος μεταξύ της αποφυλάκισης του – διαστήματος μη ικανού να καταδείξει μεταμέλεια ή επιστροφή εξ’ ολοκλήρου στη σφαίρα της νομιμότητας – το οποίο καθίσταται ελάσσονος σημασίας, ο ισχυρισμός καθίσταται αβάσιμος.
Ωστόσο, σχετικά με την απόφαση επιστροφής του αλλοδαπού, το δικαστήριο αναφέρθηκε στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ε.Ε. σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα ακρόασης εγγυάται σε όλους τη δυνατότητα να καθιστούν γνωστή, λυσιτελώς και ουσιαστικώς την άποψή τους κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και πριν την έκδοση οποιασδήποτε διοικητικής απόφασης. Ωστόσο, το δικαίωμα αυτό δεν είναι απόλυτο. Δηλαδή, τελεί υπό προϋποθέσεις και υπόκειται σε περιορισμούς. Στα πλαίσια της Οδηγίας 2008/115 σχετικά με την υποχρέωση των κρατών-μελών να εκδίδουν απόφαση επιστροφής, άπαξ διαπιστωθεί η παράνομη διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας, τέτοια απόφαση δεν καθίσταται ακυρωτέα αν ο αρμόδιος φορέας εκδώσει ταυτοχρόνως απόφαση περί διαπίστωσης παράνομης διαμονής και απόφαση περί επιστροφής δίχως την παροχή ακρόασης, εφόσον ο ενδιαφερόμενος είχε τη δυνατότητα να εκθέσει επαρκώς τους ισχυρισμούς του σχετικά. Παρ’ όλα αυτά, όπως και στην παρούσα περίπτωση, ο εθνικός δικαστής δύναται να διαπιστώσει πλημμέλειες όσον αφορά το δικαίωμα ακρόασης όταν τα πραγματικά περιστατικά καταδεικνύουν πως οι ισχυρισμού που θα προέβαλε ο αιτών ενώπιον της Διοικήσεως, και αναφέρονται ρητώς και ορισμένως, στο δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως, θα ήταν, κατά τον νόμο, κρίσιμοι για την άσκηση της αρμοδιότητας της Διοίκησης, δηλαδή θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην απόφαση περί απομακρύνσεως και να δικαιολογήσουν, ενδεχομένως, την παραμονή του στη χώρα με τη χορήγηση άδειας διαμονής άλλου τύπου εκ των προβλεπόμενων στα εκάστοτε ισχύοντα νόμο περί αλλοδαπών.
Με βάση τα παραπάνω, το δικαστήριο επεσήμανε πως τα πραγματικά περιστατικά που περιβάλουν την εν λόγω αίτηση δεν καθιστούν τους λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας στο πρόσωπο του αιτούντος ως επιτακτικούς και ιδιαιτέρους σοβαρούς, ώστε να αποκλείει, εκ προοιμίου, τη χορήγηση σε αυτόν τυχόν ετέρου τίτλου διαμονής κατόπιν νέα αίτησης, σε συνδυασμό με αντίστοιχη συνεκτίμηση των βιοτικών του δεσμών και, εν γένει, των παραμέτρων του ατομικού του βίου στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με τη νομολογία του ΣτΕ και τις διατάξεις του άρθρου 20 του Συντάγματος και του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, δεν επιβάλλεται κλήση σε ακρόαση όταν η διαδικασία κινείται κατόπιν αίτησης του ενδιαφερομένου στην οποία αίτησή δύναται να αναπτύξει τις απόψεις του. Ωστόσο, δεδομένου του ότι οι ισχυρισμοί του αιτούντα δύνανται να ασκήσουν επιρροή στην περί επιστροφής του απόφαση, η Διοίκηση υποχρεούται, προκειμένου να έιναι πλήρως αιτιολογημένη η κάθε σχετική απόφασή της, να ερευνά αν οι συνθήκες καθιστούν την απομάκρυνση του αλλοδαπού από τη χώρα αντίθετη προς την προστασίας του ιδιωτικού βίου κατ’ άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.
Επομένως, από τη στιγμή που η κλήση του αιτούντος θα καθιστούσε ευχερέστερη, ακριβέστερη και πληρέστερη την αιτιολόγηση από τη Διοίκηση της σχετικής απόφασης και δεν αποκλείεται μια θετική έκβαση μετά από επανεξέταση του αιτήματος του, ο σχετικός λόγος ακυρώσεως έγινε δεκτός. Έτσι, ακυρώθηκε η προσβαλλόμενη πράξη κατά το μέρος που με αυτήν επιβλήθηκε στον αιτούντα το μέτρο της επιστροφής.
Το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για την ακύρωση απόφασης του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας – Θράκης καθ’ ο μέρος αφορά την απόρριψη δι’ αυτής (ανωτέρω απόφασης) του αιτήματος του αιτούντος για χορήγηση σε αυτόν άδειας διαμονής βάσει του άρθρου 108 του ν.4251/2014.
Δέχτηκε την αίτηση κατά τα λοιπά.
Ακύρωσε την απόφαση όσον αφορά το δι’ αυτής επιβληθέν σε βάρος του αιτούντος μέτρο επιστροφής.
Το δικαστήριο ανέπεμψε την υπόθεση στη Διοίκηση για νέα νόμιμη (πλήρως και επαρκώς αιτιολογημένη) κατά το σκεπτικό κρίση ως προς το μέτρο της επιτροφής.